- ἀκροπόδιον
- ἀκροπόδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκροποδίου — ἀκροπόδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροποδίων — ἀκροπόδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροποδίῳ — ἀκροπόδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόπους — ἀκρόπους ( οδος), ο (Α) το άκρο τού ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πούς η λ. αντί τού ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ. ΠΑΡ. ἀκροπόδιον] … Dictionary of Greek